Θέλω να μάθω ποιος είμαι (Μέρος B- Η εσωτερική αναζήτηση)
Στο Μέρος Α' σου εκμυστηριεύτηκα τον Διάλογο... Τώρα θα σου πω την αλήθεια μου.
Ποιος είμαι όταν
δεν είμαι αυτός που είμαι; Μου τριγυρνάει το μυαλό αυτή η ερώτηση από
τότε που μου την έκανε ο Ν. Συντονιζόμαστε, γενικά, μου αρέσει αυτό. Λογικό
είναι, είμαστε συνδε-δεμένοι. Εξελισσόμαστε συναισθηματικά και εγκεφαλικά μέσα
από την διαφορετικότητά μας που φαίνεται, όμως, να έχει κοινά μοτίβα. Αλλιώς,
πώς θα μπορούσαμε να αναγνωρίζουμε ο ένας στον άλλον τον εαυτό μας; Τα μάτια μου
δεν μπορούν να αντιληφθούν οτιδήποτε δεν έχουν ξαναδεί. Και φαντάσου πόσα δεν
έχω δει, δεν ξέρω καν ότι υπάρχουν, μέχρι να μου δείξει κάποιος τι να κοιτάω.
Όμως, με αυτό τον τρόπο, ήμουν πάντα εξαρτημένη από αυτούς
που μου έδειχναν τι να κοιτάω. Και δεν ήθελα να είμαι εξαρτημένη, ήθελα να τα
βλέπω μόνη μου. Και ενώ μάθαινα, ταυτόχρονα θύμωνα με τον εαυτό μου που δεν τα
έβλεπα από μόνη μου. Αφού, μετά, ήταν πασιφανές. Και μάντεψε! Ήταν πάντα εκεί,
όλη την ώρα. Λες και με περίμεναν να τα δω και δεν τα έβλεπα. Ξέρω ότι σου έχει
συμβεί, συμβαίνει σε όλους μας, από μικρά παιδιά. Έτσι μαθαίνουμε, έτσι
μεγαλώνουμε, έτσι ωριμάζουμε. Μας λένε οι γονείς ή οι δάσκαλοι κάτι, με λογικά
επιχειρήματα, που είναι κατανοητό και εμφανές για αυτούς, όμως αδιανόητο και μη
κατανοητό για εμάς σαν παιδιά. «Άγνοια κινδύνου» μου έλεγαν, «ανωριμότητα»
καμιά φορά, «επιπολαιότητα» κάποια άλλη, «μάθε να εμπιστεύεσαι το ένστικτό σου»
όταν άρχισα να μεγαλώνω, «είσαι απόλυτα ικανή, πώς δεν το βλέπεις;» ακόμα
καλύτερα και κάπως έτσι άρχισα να αισθάνομαι και λίγο βλαμμένη που δεν έβλεπα
αυτά που έβλεπαν οι άλλοι και έλεγα εντάξει, μάλλον είμαι λίγο ανώριμη, λίγο
παρτάκιας, λίγο δεν καταλαβαίνω, να είδες που δεν πρόσεχα σε εκείνο το μάθημα
γιατί γκομένιζα, και αν είχα ακούσει περισσότερο τη μάνα μου θα τα είχα κάνει
καλύτερα (ποια; Ποιος το λέει; Σε σχέση με ποιον άλλον;).
Και κάπως ξεκινάμε να μαθαίνουμε γενικώς στη ζωή, να ξεκινάς
να βλέπεις και οι άλλοι να δίνουν ένα όνομα σε αυτό που βλέπεις. Αυτή είναι η
μαμά και αυτός είναι ο μπαμπάς. Εικόνα, όνομα. Βλέπεις πρόσωπο, σου λένε οι
άλλοι το όνομα, την «ταμπέλα». Δεν έχεις επιλογή. Αυτή είναι η «μαμά» και αυτός
είναι ο «μπαμπάς». Έτσι τους λέμε, έτσι τους λένε όλοι, έτσι ξέρουν και αυτοί,
δεν είναι ότι σου κρύβουν κάτι. Είναι η μαμά και ο μπαμπάς. Εσύ είσαι το παιδί.
Σου δίνουν και όνομα για να έχεις, δεν μπορεί να κυκλοφορείς χωρίς την ταμπέλα
σου, όλοι έχουν μία για να ξεχωρίζουν μεταξύ τους. Να ξεχωρίζουν ίδια μεταξύ
τους. Οι άλλοι. Να ξεχωρίζουν, με το ίδιο μοτίβο ξεχωρίσματος. Οξύμωρο; Κι αν
εσύ δεν θέλεις να την πεις «μαμά»; Της αφαιρείς την ταυτότητα, την υπόσταση,
την ίδια της την ύπαρξη. Ξέρεις πόσο προσπάθησε για να γίνει «μαμά» αυτή η
γυναίκα; Ξέρεις; Ιδέα δεν έχεις, είσαι μια σταλιά σκατό και να σου πω και κάτι;
Αυτή σε έβγαλε από μέσα της και δεν έχεις κανένα δικαίωμα να την πληγώνεις και
να μην την λες «μαμά». Γαμήθηκε να σε βάλει μέσα της, γαμήθηκε και για να σε
βγάλει. Δεν αμφισβητούμε τη μαμά. Σε γέννησε, σε μεγάλωσε και σου έδωσε ό,τι
καλύτερο είχε να σου δώσει- τον ίδιο της τον εαυτό. Τολμάς να θέλεις ακόμα και
να διερευνήσεις τον τίτλο «μαμά»;!
Και κάπως έτσι ξεκινά ο ορισμός της ζωής μας μέσα από τους
άλλους. Δεν μπορώ να έχω συναίσθηση του εαυτού μου αν δεν με προσδιορίσουν οι
άλλοι στην αρχή, κάπως να έχω ένα κοινό σημείο αναφοράς βρε αδερφέ, να
αισθάνομαι ότι ανήκω σε αυτή την αγέλη. «Λόλα, να ένα μήλο». Ορίστε, μήλο σου
λέω, μήλο ακούς, μήλο βλέπεις. Τόσο απλά. Όλα έχουν μια ταμπέλα για να έχουν
νόημα, να μπορούμε να συνεννοηθούμε.
Ωραία.
Και έτσι σε μάθαμε να ακούς ταμπέλες και να κάνεις την
κατάλληλη νευρική σύνδεση στον εγκέφαλό σου. Λέω «τραπέζι» και βάζεις στο μυαλό
σου ένα τραπέζι, οι λεπτομέρειες δεν έχουν σημασία. Είναι κάτι συγκεκριμένο,
καταλαβαίνεις τι εννοώ, έκανες μια πρώτη εικόνα. Θέλεις κι άλλες πληροφορίες,
ναι, όμως έκανες την πρώτη εικόνα, δεν έμεινε κενό. Την έχεις ξανακούσει τη
λέξη, συνοδευόταν από μια εικόνα. Απλά και ωραία. Και συγκεκριμένα.
Τόσο απλά και ωραία και συγκεκριμένα όσο δυσκολονόητες και
αφηρημένες είναι οι έννοιες όπως «αγάπη», «δικαιοσύνη», «σεβασμός». Η κάθε
κουλτούρα, ο κάθε πολιτισμός, η κάθε οικογένεια έχει δικούς της ορισμούς. Και
φτιάχνοντας λέξεις κοινές για να συνεννοηθούμε καλύτερα, τόσο περισσότερο
απομακρυνόμαστε. Και μετά, μαθαίνεις τα ίδια πράγματα σε μια «ξένη γλώσσα». Ω
ρε, πάρτυ κάνουν τα εγκεφαλικά κύτταρα! Δεν περνάνε και τόσο καλά στην αρχή,
όμως μεγαλώνουν και δυναμώνουν και τους αρέσει.
Και κάποια στιγμή στη ζωή γίνεται το θαύμα: αντί να σε
μαθαίνουν τι να βλέπεις και την ονομασία του, σου μαθαίνουν και πώς να βλέπεις,
ώστε να δίνεις τις δικές σου ονομασίες. Υπέροχα απελευθερωτικό συναίσθημα! Να
φτιάχνεις δικές σου λέξεις; Να μαθαίνεις να βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά;
Μαγεία. Ο κόσμος όλος διαφορετικός, αποκτά άλλο νόημα. Ευλογία, μαθαίνεις να
ξαναμαθαίνεις από την αρχή, να αντιλαμβάνεσαι τη ζωή σαν μικρό παιδί όμως
ενήλικας, μαθαίνεις να ξανασκέφτεσαι διαφορετικά και από άλλες οπτικές γωνίες.
Τώρα, όμως, ξεκινά το εξής: θέλεις να μάθεις τον εαυτό σου.
Πώς θα μάθεις τον εαυτό σου και θα τον επικοινωνήσεις στους άλλους; Θα πρέπει
να δώσεις ονομασίες, ταμπέλες, κάτι τέλος πάντων για να σε καταλάβουν οι άλλοι
και να βγάλεις νόημα κι εσύ. Κάπως να συνεννοηθούμε ρε παιδί μου, γιατί αλλιώς
θα σε κάνουν στην άκρη, δεν θα σε καταλαβαίνουν κι εσύ έχεις ανάγκη την αίσθηση
του ανήκειν. Ε, το είπε και ο Maslow*, ποιος είσαι εσύ να τον αμφισβητήσεις;
Μα δυσκολεύεσαι να βρεις και να ταυτοποιήσεις το «ποιος
είμαι». Ψάχνεις, ψάχνεις, ξαναψάχνεις. Κάνεις συζητήσεις, κάνεις σχέσεις,
πειραματίζεσαι με τα θέλω- δεν θέλω, πας σε ψυχολόγο, αλλάζεις δουλειά,
βρίσκεις και ενώνεις κομμάτια του παζλ όμως φαίνεται να είναι ατελείωτο το
ρημάδι. Και όσο περισσότερο ψάχνεις και βρίσκεις κομμάτια, τόσο χειρότερο
είναι. Μεγαλώνει το παζλ αντί να ενώνει και να βλέπεις καθαρά την εικόνα. Είναι
σαν να ζεις σε πίνακα του Dali.
«Είμαι χοντρή», «είμαι αλκοολικός», «είμαι καπνιστής». Ναι,
οκ, αυτό; Αυτός είσαι; Χάρηκα για την γνωριμία. Καλά, δεν είμαι σίγουρη ότι
χάρηκα, όμως έτσι με έμαθαν να λέω όταν μου συστήνονται και μου είπαν ότι είναι
ευγενικό και θέλω να είμαι ευγενική γιατί αυτό είναι το σωστό. Υπνωτική γλώσσα
στο μεγαλείο της. Ούτε και ξέρουμε για ποιο λόγο κάνουμε τα περισσότερα από
αυτά που κάνουμε.
Με απασχολεί πολλά χρόνια η αντίσταση στην αλλαγή που θέλει
να κάνει κάποιος που τον ενοχλεί το βάρος του. Έρχεται σε εμένα και σε άλλους
συναδέλφους για να κάνει την αλλαγή και στην πλειοψηφία δεν γίνεται ή ακόμα κι
αν γίνει, δεν έχει διάρκεια (δεν θέλω να σε ζαλίζω τώρα με βιβλιογραφία, δεν
είναι αυτός ο σκοπός μου, όμως υπάρχει καλά τεκμηριωμένο επιστημονικά ότι οι
γνώσεις του διαιτολόγου από μόνες τους δεν είναι αρκετές για να βοηθήσουν το
άτομο μακροπρόθεσμα- σόρυ). Και συνειδητοποιώ ότι, τελικά, οι άνθρωποι γενικά
(ναι, γενικά), προσδιοριζόμαστε από τα προβλήματά μας, από αυτά που ακόμα ΔΕΝ
έχουμε κάνει, από αυτά που μας απασχολούν, από αυτά που κυνηγάμε. Αυτά μας δίνουν
ένα νόημα και σκοπό στη ζωή μας. Είτε το βαφτίσω «πρόβλημα», είτε το βαφτίσω
«επιθυμία για εξέλιξη», είτε το βαφτίσω «όνειρο ζωής» και του δώσω πιο
ευχάριστη χροιά, το θέμα είναι το ίδιο: χρειαζόμαστε να έχουμε κάτι να ψάχνουμε
που ακόμα δεν έχουμε βρει. Αλλιώς, τι νόημα έχει;
Θέλω να χάσω βάρος. Ναι, να το χάσεις, όμως σου εγγυώμαι ότι
θα το ξαναβρείς. Ο εγκέφαλος λειτουργεί σαν GPS. Ξέρει πού το έχασες και θα στο
φέρει πίσω. Ίσως και πιο πολύ, για να είναι σίγουρος ότι δεν θα ξαναπάθεις
τέτοια λαχτάρα να χάσεις κάτι δικό σου. Καταλαβαίνεις; Το έχεις ανάγκη. Κι αυτό
σε έχει ανάγκη. Θρέφεται από την ανάγκη σου να το έχεις ανάγκη. Σου δίνει
ταυτότητα, σου δίνει αξία, σου δίνει νόημα και σκοπό στη ζωή σου. «Είμαι
χοντρή». Ε ναι, σου δίνει ασχολία να έχεις να κάνεις.
Ποιος είσαι όταν δεν είσαι χοντρός;
___________________________
*Abraham Maslow, Αμερικανός ψυχολόγος- ανθρωπολόγος.
Σχόλια